τριδέρμωμα

τριδέρμωμα
το, Ν
ιατρ. τεράτωμα, εντοπιζόμενο κυρίως στις ωοθήκες ή τους όρχεις, το οποίο παρουσιάζει παράγωγα στοιχεία τών τριών βλαστικών δερμάτων τού εμβρύου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”